- ἀγωγίμων
- ἀγώγιμοςcapable of being carriedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πελτιέ — φρ. «φαινόμενο Πελτιέ» φυσ. το φαινόμενο τής ψύξης στην μια επαφή και τής θέρμανσης στην άλλη επαφή δύο ανόμοιων αγωγών που διαρρέονται από ηλεκτρικό ρεύμα, φαινόμενο εντονότερο σε κυκλώματα που περιλαμβάνουν ανόμοιους ημιαγωγούς και το οποίο… … Dictionary of Greek
κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι … Dictionary of Greek
σιδηροηλεκτρισμός — Χαρακτηριστική ιδιότητα μερικών κρυσταλλικών διηλεκτρικών υλικών να παρουσιάζουν μια αυτόματη πόλωση, η οποία μπορεί να αλλάζει σημείο, εξαιτίας της δράσης ενός ηλεκτρικού πεδίου που εφαρμόζεται εξωτερικά. Η αυτόματη πόλωση μειώνεται με την… … Dictionary of Greek
συλλέκτης — Αγωγός ειδικά κατασκευασμένος για να περισυλλέγει ρευστά διάφορων ειδών και προελεύσεων. Στην οικοδομική είναι ο αγωγός που οδηγεί την αποχέτευση του κτιρίου στους υπόνομους. Υπάρχει επίσης και ένας αγωγός, μεγάλης διαμέτρου, που συνδέει τα νερά… … Dictionary of Greek
υπεραγωγιμότητα — Φαινόμενο κατά το οποίο πέφτει απότομα στο μηδέν η ηλεκτρική αντίσταση μερικών μετάλλων, όταν οδηγηθούν σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες· η θερμοκρασία στην οποία πραγματοποιείται η πτώση της αντίστασης ενός δεδομένου υλικού καλείται κρίσιμη… … Dictionary of Greek
διηλεκτρικά — Στερεές, υγρές ή αέριες ουσίες που παρουσιάζουν υψηλή αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζονται επίσης και μονωτικά. Αντίθετα από τα σώματα που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ευκινησία στα… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνητικές αντλίες — Αντλίες χωρίς κινητά μέρη, που χρησιμοποιούνται για την κυκλοφορία αγώγιμων ρευστών –όπως τα μέταλλα– σε υγρή κατάσταση. To ρευστό μπορεί να κυκλοφορήσει μέσα σε έναν σωλήνα, ένα τμήμα του οποίου τοποθετείται ανάμεσα στους δύο πόλους ενός… … Dictionary of Greek
Μακ Ντάιαρμιντ, Άλαν — (Alan MacDiarmid, Μάστερτον, Νέα Ζηλανδία 1927 –). Αμερικανός χημικός. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Βικτόρια και συνέχισε με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν, στις ΗΠΑ, για διδακτορικό τίτλο και αργότερα στο Κουίνς Κόλετζ του Πανεπιστημίου… … Dictionary of Greek
πυκνωτής ηλεκτρικός — Ηλεκτρική συσκευή που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη υψηλής ηλεκτρικής χωρητικότητας. Αποτελείται από δύο αγωγούς υπό μορφή είτε λεπτών πλακών με διάφορα σχήματα είτε δύο ομοαξονικών κυλίνδρων ή δύο αγώγιμων φύλλων, τα οποία είναι τοποθετημένα το… … Dictionary of Greek